αιγιαλίτιδα ζώνη

αιγιαλίτιδα ζώνη
Η θαλάσσια περιοχή που ξεκινά από την ξηρά και μπορεί να εκτείνεται μέσα στη θάλασσα σε απόσταση έως και δώδεκα ναυτικών μιλίων. Σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, εντός αυτής της ζώνης τα παράκτια κράτη ασκούν πλήρη κυριαρχία. Η ύπαρξη της α.ζ. στοχεύει στην άμυνα του παράκτιου κράτους με την επίβλεψη των όμορων θαλάσσιων περιοχών, στην προστασία και εκμετάλλευση των θαλάσσιων και υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών, στην ελεύθερη διεξαγωγή του εμπορίου και στη διευκόλυνση της προστασίας και της έρευνας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Το παράκτιο κράτος έχει την υποχρέωση να παραχωρεί στα ξένα πλοία δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης από τη δική του α.ζ. Ωστόσο, σε ορισμένες περιοχές και μόνο για λόγους ασφαλείας, το παράκτιο κράτος δικαιούται να απαγορεύσει τη διέλευση των ξένων πλοίων. Τα ξένα διερχόμενα πλοία έχουν την υποχρέωση να τηρούν τους όρους της ναυσιπλοΐας και να προστατεύουν το θαλάσσιο περιβάλλον. Το παράκτιο κράτος έχει δικαιοδοσία για τα ποινικά αδικήματα που διαπράττονται στα ξένα εμπορικά πλοία. Αντίστοιχα, δεν έχει καμία ποινική δικαιοδοσία στα πολεμικά ή δημόσια πλοία άλλου κράτους, εκτός εάν το ζητήσει ο πλοίαρχος ή ο πρόξενος της χώρας. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον νόμο 230 του 1936 έχει α.ζ. πλάτους έξι ναυτικών μιλίων, όπως έχει και η Τουρκία στο Αιγαίο. Οι προσπάθειες επέκτασης της α.ζ. της Ελλάδας έχουν έως τώρα συναντήσει τις έντονες αντιδράσεις της Τουρκίας, η οποία έχει χαρακτηρίσει μία τέτοια ενδεχόμενη κίνηση ως αιτία πολέμου (casus belli).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιγιαλίτιδα ζώνη — η (αλλ. χωρικά ύδατα), το τμήμα της θάλασσας που περιβάλλει τις ακτές ενός κράτους και στο οποίο τούτο έχει κυριαρχικά δικαιώματα: Πολλά κράτη τώρα επεκτείνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • υφαλοκρηπίδα — Προέκταση της ακτής σχεδόν ορίζοντια ή με ελαφρά κλίση κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, πέρα από την οποία η ακτή κατεβαίνει απότομα προς το βυθό. Βλ. λ. Θάλασσα (Δίκαιο). * * * η, Ν 1. γεωλ. η ηπειρωτική κρηπίδα, η οποία αποτελεί το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • αιγιαλίτης — ο (Α αἰγιαλίτης) (θηλ. Α ῑτις, Ν ίτιδα) [αἰγιαλός] αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, παραθαλάσσιος, παράκτιος, «αιγιαλίτιδα ζώνη» αρχ. φρ. «αἰγιαλίτιδες ψῆφοι», χαλίκια τής θάλασσας …   Dictionary of Greek

  • λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …   Dictionary of Greek

  • Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …   Dictionary of Greek

  • Ταβινάνο, ζήτημα του- — Τον Ιανουάριο του 1912 κατά τη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού πολέμου, ιταλικό πολεμικό πλοίο κατέλαβε το γαλλικό ατμόπλοιο Ταβινάνο. Αμέσως τότε αμφισβητήθηκε, και από την Ιταλία και από τη Γαλλία, το ακριβές σημείο στο οποίο έγινε η κατάληψη. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”